- ἀνέπλασα
- ἀναπλάσσωform anewaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναπλάθω — αναπλάθω, ανέπλασα (σπάν. ανάπλασα) βλ. πίν. 37 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής